- άλλα
- τα остальное;
κατά τα άλλα — в остальном, что же касается остального;
κι' άλλα — ещё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατά τα άλλα — в остальном, что же касается остального;
κι' άλλα — ещё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
.άλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλλά — ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλά , ἐλλός a young deer neut nom/voc/acc pl ἐλλά̱ , ἐλλός a young deer fem nom/voc/acc dual ἐλλά̱ , ἐλλός a young deer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλά — otheruise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
αλλά — σύνδεσμος αντιθετικός αντίστοιχος με τον μα 1. μπαίνει στην αρχή πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ως μεταβατικός, αλλά και με κάποια αντίθεση προς τα προηγούμενα: Αλλά όλα αυτά τα προτερήματα θα μεναν ίσως σε αδράνεια, αν δεν είχε ο άντρας αυτός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλᾳ — ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλᾶ — ἀνά λάω 1 pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 1 pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 2 seize pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάω 2 seize pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά λάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλᾷ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)